Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Για το ζήτημα της δημοκρατικής πολιτικής λειτουργίας της Μετωπικής Συνεργασίας

Χτίζοντας βήμα-βήμα την Μετωπική Συνεργασία ορθά ξεκινήσαμε από το ζήτημα των κεντρικών πολιτικών κατευθύνσεων που μας διαχωρίζουν από τα άλλα εγχειρήματα στον χώρο της Αριστεράς. Το ζήτημα της πολιτικής λειτουργίας δεν αποσαφηνίστηκε με κάθε λεπτομέρεια. Η επιλογή αυτή ήτανε αρχικά σωστή, καθώς αντιστοιχούσε στο τότε επίπεδο συμφωνίας και επέτρεψε στην Λαϊκή Αντίσταση – ΑΑΣ να έχει θετικό απολογισμό στο ζήτημα της εσωτερικής ζωής.

Η μικρή αλλά όχι ασήμαντη επιρροή που έχουμε κατακτήσει μας βάζει το καθήκον ως Μετωπική Συνεργασία να αναβαθμίσουμε την πολιτική μας λειτουργία. Ειδικά σε μια περίοδο όπου σε άλλα εγχειρήματα που αναφέρονται στην Αριστερά παρατηρούνται μέτωπα «μιας χρήσης», εκφυλιστικά φαινόμενα και άκρατος οπορτουνισμός, το πεδίο της δημοκρατικής λειτουργίας είναι από εκείνα στα οποία μια δύναμη σαν και εμάς πρέπει να ξεχωρίζει από τον «σωρό». Ο ίδιος ο διάλογος που έχουμε εκκινήσει στέκεται στον αντίποδα αυτών των φαινομένων που αποκαλύπτουν την υποτιθέμενη «αμεσοδημοκρατική» υπόσταση άλλων εγχειρημάτων.

Η ΛΑ-ΑΑΣ χαρακτηρίζεται ως Μετωπική Συνεργασία οργανώσεων, σχημάτων και αγωνιστών που συνενώνονται στην βάση της κεντρικής της πολιτικής γραμμής. Η λειτουργία μας έχει ως κύτταρο το σχήμα, ενώ έχουν εκλεγεί κεντρικά όργανα (όπως η Γραμματεία) τα οποία ασκούν συντονιστικό και όχι καθοδηγητικό ρόλο. Τέλος, έχουν εκλεγεί κατά τόπους συντονιστικά πόλεων. Η ομόφωνη συμφωνία έχει ορθά επιλεγεί ως τρόπος λήψης αποφάσεων.

Απολογιστικά μπορούμε να επικεντρώσουμε στα εξής ζητήματα:

Α) Το ζήτημα της σχέσης ανώτερων-κατώτερων οργάνων


Η Λαϊκή Αντίσταση – ΑΑΣ δεν χαρακτηρίζεται από ένα ανώτερο επίπεδο ενιαιοποίησης που να επιτρέπει την λειτουργία με βάση τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Ιστορικά, το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς, εφάρμοζε τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό στα πολιτικά Μέτωπα (αντιφασιστικά, λαϊκοδημοκρατικά κτλ) που συγκροτούσε με άλλες δυνάμεις ( πατριωτικές, σοσιαλδημοκρατικές κτλ). Εμείς σωστά έχουμε επιλέξει, με βάση το επίπεδο ανάπτυξης μας, και επειδή δεν έχει κατακτηθεί πλήρης ενιαιότητα σε μια σειρά ζητήματα τακτικής, να λειτουργούμε με βάση τις κοινά αποφασισμένες κεντρικές διακηρύξεις. Ψηφισμένες κατευθύνσεις από σώματα ανώτερα, όπως η Πανελλαδική Σύσκεψη, η Πανελλαδική Επιτροπή και οι Ολομέλειες πόλεων, έχουν καθοδηγητικό χαρακτήρα σε σχέση με την Πανελλαδική Γραμματεία ή τα Τοπικά Συντονιστικά.

Η λειτουργία μας οφείλει:
  • Να είναι ενιαία «προς τα κάτω και προς τα έξω». Ο κάθε συναγωνιστής, σχήμα ή οργάνωση διατηρεί το δικαίωμα της διαφωνίας «προς τα πάνω», προς τα κεντρικά όργανα. Η σχέση αυτή πολλές φορές ξεχνιέται στο όνομα μιας δήθεν «ενιαίας εικόνας», πράγμα που οδήγησε συναγωνιστές να αρνούνται πεισματικά μέχρι και τον προσυσκεψιακό διάλογο, ο οποίος απευθύνεται προς ανώτερο όργανο (Πανελλαδική Σύσκεψη).
  • Πρέπει συνεπώς να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στο δικαίωμα μιας οργάνωσης να θέτει την άποψη της για την φύση του εγχειρήματος και στην προώθηση των αποφάσεων προς τα έξω. Μία οργάνωση έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει την άποψη της ανοιχτά στα ανώτερα όργανα, ακόμα και αν αυτό αφορά το ζήτημα πχ του ονόματος. Μια οργάνωση δεν έχει το δικαίωμα να αναιρεί κοινά ψηφισμένες αποφάσεις, όπως την κατεύθυνση για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών κοινής δράσης, που αν και υπήρξε κεντρική κατεύθυνση της απόφασης της Πολιτικής Επιτροπής, στην Θεσσαλονίκη παρακωλύθηκε και ακυρώθηκε.
  • Ακόμα χειρότερα, συναγωνιστές πολλές φορές «ξεχνάνε» ότι τα τοπικά Συντονιστικά όργανα δεν υποκαθιστούν τις Ολομέλειες και τις Συνελεύσεις πόλεων και περιοχών, και ότι ο ρόλος περιορίζεται μεταξύ δύο συνεδριάσεων τους. Η Γραμματεία και τα τοπικά Συντονιστικά πρέπει να ασκούν ρόλο σχεδιασμού και προτάσεων, και όχι να επιλύουν σε «κλειστές θύρες» τα καυτά ζητήματα, έχοντας μάλιστα και απαιτήσεις ευθυγράμμισης που δεν συνάδουν με τον ρόλο των οργάνων αυτών.
Β) Το όριο της πολιτικής αυτονομίας των σχημάτων

Η ανοιχτή και μετωπική φύση της λειτουργίας μας θέτει το ζήτημα ενός ορίου στην αυτονομία των τοπικών σχημάτων. Τα τοπικά σχήματα και οι Ολομέλειες τους μπορεί να είναι τα ανώτερα αποφασιστικά όργανα ανά πόλη ή περιοχή, όμως δεν μπορούν να υπερβούν τις γενικές πολιτικές συμφωνίες της ΛΑ-ΑΑΣ.

Από την άλλη όμως μεριά, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο χαρακτήρας των συνελεύσεων μας δεν είναι μονάχα τοπικός και εξειδίκευσης, αλλά παραγωγής πολιτικής γραμμής. Πρώτον, γιατί και τα λεγόμενα «τοπικά ζητήματα» έχουν πολιτική και ιδεολογική φύση (βλέπε π.χ. Αργοσαρωνικός, Σάμος κτλ) και δεύτερον γιατί η εξειδίκευση της γραμμής και τακτικής ανά περιοχή αναπόφευκτα εξαρτάται από την ιδιαίτερη πολιτική σύσταση κάθε συνέλευσης. Όσο δεν δίνεται η δυνατότητα στα μέλη να εκλέξουν ανώτερα καθοδηγητικά συγκεντρωτικά όργανα, ή τοπικά να καθορίζουν τις αποφάσεις με ψηφοφορία, θα πρέπει τα κεντρικά όργανα να έχουν πλήρη συνείδηση ότι πρέπει να αφήνεται ένα όριο αυτονομίας στην τακτική κάθε σχήματος. Ειδάλλως οι τοπικές διαδικασίες κινδυνεύουν να μετατραπούν σε επικυρωτικές των κεντρικών οργάνων και να απονευρωθούν, έτσι που όλη η λειτουργία να εκφυλιστεί σε μια συμφωνία κορυφής των δύο οργανώσεων, χωρίς δικαίωμα ελέγχου από τα μέλη.

Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αποσαφηνιστούν στην πορεία με συγκεκριμένο τρόπο τα όρια της τακτικής αυτονομίας, ώστε να μην παραβιάζονται οι γενικές μας κατευθύνσεις. Να γνωρίζουν δηλαδή τα σχήματα τι δικαιούνται να αποφασίζουν και τι όχι.

Γ) Τα όρια της ομοφωνίας ως τρόπου λήψης αποφάσεων

Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο ζήτημα της εφαρμογής της ομόφωνης απόφασης. Η ομόφωνη απόφαση προϋποθέτει από όλες τις πλευρές διάθεση σύνθεσης, υποχωρήσεων και οικοδόμησης λύσεων που θα εκφράζουν όλα τα μέρη αλλά και την γενικά εκφρασμένη θέληση των αγωνιστών που τοποθετούνται σε ένα όργανο. Δεν μπορεί οποιοσδήποτε συναγωνιστής στο όνομα της ομοφωνίας να προσπερνά πλήρως την γενική θέληση των μελών.

Δεν μπορούμε να αναπαράξουμε στο εσωτερικό μας το αποτυχημένο οργανωτικό σχήμα της «αμεσοδημοκρατίας» που μικρή σχέση έχει με την πραγματική δημοκρατία. Ιδιαίτερα πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν πρέπει συναγωνιστές να δανείζονται επιχειρήματα από τον χώρο του μικροαστικού δημοκρατισμού, όπως για παράδειγμα ότι η καταγραφή μιας πλειοψηφούσας άποψης μέσα στα όργανα αποτελεί τάχα «επιβολή». Οι πραγματικά σωστές αριστερές απόψεις δεν επιβάλλονται από τους οργανωτικούς συσχετισμούς αλλά από τις ανάγκες της ταξικής πάλης.

Αν η ομοφωνία χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά, τότε μπορεί να οδηγήσει σε παράλυση των διαδικασιών, σε ανικανότητα λήψης αποφάσεων και πολιτική υποβάθμιση της παρέμβασης της ΛΑ-ΑΑΣ, και κάτι τέτοιο συνοδεύεται με την ανάλογη ευθύνη. Η αναβάθμιση της πολιτικής λειτουργίας, η αναζήτηση κοινών συνθετικών θέσεων που θα υπερβαίνουν τα σημεία διαφωνίας, ο σεβασμός της δημοκρατικής συζήτησης και απόφασης είναι αναγκαίοι όροι για το ανέβασμα της Μετωπικής Συνεργασίας σε ένα ανώτερο επίπεδο.

Κώστας Καμαρέτσος

ΛΑ-ΑΑΣ Ανατολικών συνοικιών Θεσσαλονίκης