Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

Βλέποντας μόνο το δέντρο, κινδυνεύουμε να βρούμε το δάσος καμένο...

Κοιτώντας τα ζητήματα που αναδείχτηκαν έντονα το τελευταίο διάστημα, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε το πολύ αρνητικό προηγούμενο που δημιουργεί η μη παρέμβαση (και τοποθέτηση) της Λαϊκής Αντίστασης - ΑΑΣ στην όξυνση των ελληνοτουρκικών. Δε νομίζω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολόγηση για αυτό, οπότε θα μπω απευθείας στου λόγους αυτής της “αφωνίας”. Κατατέθηκε σαν πρόταση για την υπό διαμόρφωση ανακοίνωση της ΛΑ-ΑΑΣ ένα κείμενο που χρωματίζονταν από την επιθετικότητα της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας με αποτέλεσμα να συσκοτίζεται ο χαρακτήρας των αντιθέσεων που χωρίζουν τις δύο αστικές τάξεις και να μην αναδεικνύονται σωστά τα επίδικα της πάλης.
Στο ζήτημα της επιθετικότητας της μιας ή της άλλης αστικής τάξης, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι όλες οι αστικές τάξεις είναι από τη φύση τους επιθετικές και ποτέ δεν αρκούνται σε αυτά που έχουν, αλλά επιζητούν διαρκώς μεγαλύτερα μερίδια επικυριαρχίας τους. Στην περίπτωση των εξαρτημένων αστικών τάξεων, η επεκτατικότητα αυτή εξαρτάται από την δεδομένη ισχύ της κάθε τάξης, αλλά πρώτα και κύρια εκφράζεται ανάλογα με την όποια στήριξη έχουν (ή νομίζουν ότι έχουν) από τους ιμπεριαλιστές ή από το τι περιθώρια θεωρούν ότι τους δίνουν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, πιέζοντας για να πάρουν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα. Ως εκ τούτου στην κόντρα μεταξύ των αστικών τάξεων Ελλάδας - Τουρκίας έχουμε γίνει ιστορικά μάρτυρες μιας μεγάλης γκάμας “επιθέσεων” εκατέρωθεν. Τι αναδεικνύει λοιπόν μια τέτοια κατάσταση για την προετοιμασία του λαού απέναντι στα άκρως επικίνδυνα σχέδια που οι ιμπεριαλιστές και οι ντόπιες αστικές τάξεις ετοιμάζουν για το παρόν και το μέλλον τους;

Είναι δεδομένο ότι η Τουρκική αστική τάξη έχει μεγαλύτερα “φόντα” σε μια σειρά τομείς, όσο δεδομένο είναι το ότι αυτή τη στιγμή βρίσκεται πιεσμένη σε μια σειρά μέτωπα και οι αντιδράσεις της δημιουργούν ζητήματα απέναντι στις δυνάμεις που χρόνια τώρα έχουν γερά το πόδι τους στη χώρα (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ), οι οποίοι προσπαθούν να την ευθυγραμμίσουν στα σχέδιά τους. Το ίδιο δεδομένο όμως είναι και οι κινήσεις της ελληνικής αστικής τάξης, που θεωρεί ότι έχει βρει την ευκαιρία, λόγω των παραπάνω συνθηκών, να αποτελέσει εκείνη τον πόλο σταθερότητας στην περιοχή, για να εκφράσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών. Τα “τρίγωνα” με Κύπρο και Ισραήλ, Αίγυπτο και Σ. Αραβία, η “ανάληψη” από μεριάς της κυβέρνησης “ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ” του ρόλου του εκφραστή των αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή, οι προσμονές επέκτασης στα 12 μίλια της “κυριαρχίας” της και η πρόσκληση αξιοποίησης της γης της χώρας για νέες βάσεις, αλλά και της “αξιοποίησης” των όποιον ενεργειακών κοιτασμάτων από τους ιμπεριαλιστές, συμπληρώνουν με τη σειρά τους την ίδια εικόνα.

Όπως και στην περίπτωση της ΠΓΔΜ, δεν παίζει ρόλο η διαφορά δυναμικής ανάμεσα στις δύο χώρες για να δούμε ποιος τον έχει μεγαλύτερο τον αλυτρωτισμό (αλλά τον καθιστά το ίδιο επικίνδυνο για τους λαούς των δύο χωρών), έτσι δεν καταλαβαίνουμε τί βοηθάει τον λαό και τα καθήκοντά του, το “μέτρο” της επιθετικότητας σε κάθε χρονική περίοδο ανάμεσα στην ελληνική και στην τουρκική αστική τάξη.

Άραγε τι καθήκοντα βάζει η αναγωγή σε πρώτο και κύριο θέμα της επιθετικότητας της Τουρκίας, αφήνοντας σε απλή αναφορά τις κινήσεις της ελληνικής αστικής τάξης και με μικρή μάλιστα συσχέτιση με το πρώτο; Νομίζω πως οι απαντήσεις έχουν δοθεί όλο το προηγούμενο διάστημα. Γιατί το παραμέρισμα κάθε άλλου ζητήματος (επίθεση στα εργασιακά, προαπαιτούμενα κτλ.) μπροστά στο “εθνικό ζήτημα” που έχει τεθεί, αλλά και οι δηλώσεις διαφόρων παρατρεχάμενων του συστήματος (βλ. Λεβέντη) για μείωση των συντάξεων ώστε να βρεθούν πόροι για εξοπλισμό είναι ιδιαίτερα περιγραφικές. Και μπορεί να προέρχονται από τη μεριά του συστήματος, αλλά ας αναρωτηθούμε που καταλήγει η αναγωγή σε πρώτο και κύριο ζήτημα, η μονόπλευρη ανάγνωση της επιθετικότητας με το κίνημα να βρίσκεται στη σημερινή του φάση. Αν θεωρήσουμε ότι αυτή τη στιγμή η χώρα κινδυνεύει απέναντι στον επιθετικό γείτονα, πόσο εύκολα υιοθετείται από έναν κόσμο η ανάγκη καλύτερου εξοπλισμού της μπροστά στο ενδεχόμενο επικείμενου πολέμου; Μπαίνουν σε διαδικασία άμβλυνσης μια σειρά αντιστάσεις απέναντι στην επίθεση που δέχεται ο λαός και οι εργαζόμενοι της χώρας μας ή όχι; Άλλωστε αυτά φάνηκαν και όλη την προηγούμενη περίοδο τροφοδότησης εθνικιστικών και σοβινιστικών τάσεων σε κομμάτια λαού που δεν είναι φασίζοντα. Ας μη γελιόμαστε σύντροφοι, το τί αναδεικνύει η επιχειρηματολογία του ανοίγματος ενός ζητήματος στο λαό, δημιουργεί και τα ανάλογα αντανακλαστικά.

Μπροστά λοιπόν στους κινδύνους που ανοίγουν για το λαό μας και τους λαούς της περιοχής όλες οι εξελίξεις δεν μπορούμε παρά να παλεύουμε για την ένταση των αντιστάσεων. Η χειραφέτηση του λαού από την αστική τάξη και τον Ιμπεριαλισμό, περνάει μέσα από την ανάδειξη της ανάγκης κοινής πάλης των λαών απέναντι στον πόλεμο και τους δυνάστες τους, από την ξεκάθαρη θέση για καμία αλλαγή συνόρων, από την αλληλεγγύη στα δεινά που ζει ο κάθε λαός για να μην γίνουν οι λαοί και πάλι κρέας στα κανόνια των Ιμπεριαλιστών. Περνάει από την πάλη ενάντια στα μέτρα, στην κατάργηση της απεργίας, στην μείωση μισθών και συντάξεων, το χτύπημα των ελευθεριών. Εκεί μπορεί να ξεχωρίσει ο λαός τους εχθρούς από τους φίλους. Αυτήν την κατεύθυνση χειραφέτησης, όχι μόνο δεν την βοηθάει η όλη μονόπλευρη επιχειρηματολογία γύρω από τους τυχοδιωκτισμούς της μιας ή άλλης πλευράς, αλλά τη συσκοτίζει. Θα πρέπει να γίνει καθαρό στο λαό μας απέναντι σε ποιους πρέπει να σταθεί. Μόνο μέσα από την ανάδειξη του συνόλου των επιδιώξεων Ιμπεριαλιστών και των ντόπιων αστικών τάξεων, θα μπορέσει να αναγνωρίσει ποιοι είναι αυτοί που τον ετοιμάζουν βορά στον βωμό των συμφερόντων τους. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός πραγματικά αντιπολεμικού- αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.

Το όποιο κάλεσμα αυτή τη στιγμή γίνεται για να προετοιμαστεί ο λαός να παλέψει απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, αφήνει έξω από το λογαριασμό το βασικότερο ερώτημα: Για ποιον θα παλέψει; Για τα συμφέροντα της αστικής του τάξης στην κόντρα με τη γειτονική; Για να μπορούν οι ιμπεριαλιστές να απομυζούν τον πλούτο της χώρας και της Κύπρου; Για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών στην ευρύτερη περιοχή και τα σχέδιά τους να γίνει η χώρα μια απέραντη βάση και το Αιγαίο χώρος διέλευσης των στόλων τους; Ή για το μέλλον του κόντρα σε όλους αυτούς; Αν λοιπόν καταλήγουμε στο τελευταίο, η ερώτηση στο ποιος θέτει ζήτημα αλλαγής συνόρων έχει μία κύρια απάντηση. Και δεν είναι άλλοι από τους Ιμπεριαλιστές. Αλλά για να συμβάλλουμε πραγματικά στην δημιουργία του κινήματος που απαιτείται για το λαό και τη νεολαία μας θα πρέπει να ξεκαθαρίζουμε τα ζητήματα. Το να βγάζουμε “λάδι” ή τέλος πάντων να αναγνωρίζουμε την ντόπια αστική τάξη ως βαλλόμενη και όχι ως μέρος των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων, σίγουρα δε βοηθάει σε αυτήν την κατεύθυνση. Και θα πρέπει ιδιαίτερα η νεολαία να είναι προσεκτική μιας και αυτή είναι που θα καλεστεί βασικά να θυσιαστεί. Μπορεί να φαίνεται «ρομαντική» η διάθεση ενός νεολαίου να τρέξει να υπερασπιστεί τη Σάμο κτλ. όμως θα πρέπει να αναρωτηθεί πριν ζωστεί τις μπαλάσκες, για ποιανού τα συμφέροντα θα πάει να σκοτωθεί. Γιατί είναι ορατός ο κίνδυνος από τέτοιες τοποθετήσεις να βρεθεί η νεολαία έρμαιο στην αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας στην περιοχή. Αν αποτελεί κοινό τόπο ότι αυτός ο πόλεμος που ετοιμάζουν είναι αντιδραστικός, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την δημιουργία όρων στο κίνημα για την ανατροπή αυτών των σχεδίων. Το τι τοποθέτηση και στάση θα κρατήσει η κάθε δύναμη του κινήματος σε περίπτωση που ξεσπάσει (ο όποιος) πόλεμος θα εξαρτηθεί από τα διάφορα χαρακτηριστικά που θα έχει, από την συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στην περίοδο που θα τεθεί και σίγουρα είναι μια συζήτηση που δεν αντοστοιχεί σήμερα στην Λαϊκλη Αντίσταση-Α.Α.Σ.

Μπροστά σε αυτά τα καθήκοντα σύντροφοι δυστυχώς δεν φτάνουμε μόνοι μας. Για να μπορέσει ο λαός να σπάσει την κατάσταση αδράνειας και το αίσθημα ανημπόριας, θα πρέπει να μπει πρώτα σε κίνηση. Και γι’ αυτό χρειάζεται η κοινή δράση όσο δυνατόν μεγαλύτερου κομματιού των δυνάμεων που αναφέρονται στο κίνημα. Μόνο μέσα από την κίνηση θα μπορέσουν να κριθούν και να ξεσκαρταριστούν οι σωστές, από τις λαθεμένες απόψεις. Δεν έχουμε καμία αυταπάτη για τις απόψεις που κυκλοφορούν στην αριστερά. Όπως δεν είχαμε και σε παλιότερες περιπτώσεις έκφρασης του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στη χώρα. Μπορεί π.χ. να μην είχαμε κρατήσει όλοι όσοι σήμερα συμμετέχουμε στη ΛΑ-ΑΑΣ κοινή τακτική στα αντιπολεμικά του 2003, όμως αυτό δεν εμπόδισε ένα κομμάτι της να συμμετέχει στην “Πρωτοβουλία Αγώνα” μαζί με όλες εκείνες τις δυνάμεις που ο σ. Δ.Κ. κριτικάρει για τη στάση τους σήμερα (την ίδια είχαν και τότε).

Από τη διακήρυξη της «Πρωτοβουλίας Αγώνα»:

«.....Eίμαστε μια προσπάθεια ανοιχτή σε όσους πιστεύουν ότι στην πορεία προς την σύνοδο κορυφής της Θεσσαλονίκης χρειάζεται να υπάρξουν σαφείς πολιτικοί στόχοι, αντικαπιταλιστικός - αντιιμπεριαλιστικός - αντιπολεμικός προσανατολισμός, αγωνιστική δράση, σύγκρουση και αμφισβήτηση με τις κόκκινες ζώνες, για να κηρύξουμε τους 15 ηγέτες της E.E. ανεπιθύμητους στη Θεσσαλονίκη.»

«Eπιμένουμε στην αλληλεγγύη και την κοινή πάλη όλων των λαών της περιοχής και του κόσμου. Kοινό μέτωπο των λαών των Bαλκανίων και ειδικά των Eλλήνων, Tούρκων και Kούρδων ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Όχι στις διχοτομικές λύσεις για την Kύπρο. Όχι στην ένταξη της Kύπρου στην E.E. Όχι στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για Kύπρο και Aιγαίο. Όχι στον αντιδραστικό ανταγωνισμό των αστικών τάξεων Eλλάδας - Tουρκίας. Aλληλεγγύη και στήριξη στην Iντιφάντα. Διεθνιστική αλληλεγγύη σε όλα τα κινήματα που συγκρούονται με τον ιμπεριαλισμό, τον καπιταλισμό και τον πόλεμο.»


Ας τα συζητήσουμε όλα αυτά με ψυχραιμία στο πανελλαδικό σώμα στις 10-11/3 με στόχο η ΛΑ-ΑΑΣ να διαμορφώσει μια μάχιμη τοποθέτηση για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα.

Στράτος Κατσένης.